Τα άτομα με Αντικοινωνική Διαταραχή της Προσωπικότητας έχουν συχνά παραβατική συμπεριφορά, είναι παρορμητικά, βίαια και ριψοκίνδυνα. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι ενώ έχουν συνείδηση των πράξεών τους δεν αισθάνονται ή/και δεν εκφράζουν μετάνοια ή καμία ενσυναίσθηση για τις ανάγκες και τα συναισθήματα των άλλων. Ακόμη το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της διαταραχής είναι ένα μακρύ ιστορικό περιφρόνησης και παραβίασης των δικαιωμάτων των άλλων, που εκδηλώνεται με ανεύθυνη και χωρίς ενοχές συμπεριφορά, αδιαφορία για το νόμο και παράνομη συμπεριφορά, αδυναμία για σταθερή εργασία, εκμετάλλευση και χειραγώγηση των άλλων, καθώς και αδυναμία για σταθερές σχέσεις.
Το κύριο χαρακτηριστικό του ατόμου με παρανοειδή διαταραχή προσωπικότητας είναι η καχυποψία, η δυσκολία να δείξει εμπιστοσύνη στους άλλους , και η τάση να αποδίδει στους άλλους κρυφά κίνητρα και να πιστεύει χωρίς βάσιμους λόγους ότι θα τον εξαπατίσουν & ότι θα τον εκμεταλλευτούν. Η διαταραχή αυτή δυσχεραίνει τις διαπροσωπικές σχέσεις του ατόμου. Αυτοί οι ασθενείς έχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, αγοραφοβία, και κατάχρηση & εξάρτηση από ουσίες. Η παρανοειδής διαταραχή αφορά το 0,5 έως 2,5% του γενικού πληθυσμού και περίπου το 10% των ψυχιατρικών ασθενών. Είναι συχνότερη στους άνδρες, ενώ κάποιες έρευνες έδειξαν ότι οι συγγενείς των ανθρώπων αυτών πάσχουν συχνότερα από το γενικό πληθυσμό από χρόνια σχιζοφρένεια και παραληρητική διαταραχή παρανοϊκού τύπου.
Το βασικό χαρακτηριστικό της Σχιζοειδούς Διαταραχής της Προσωπικότητας είναι η αποστασιοποίηση του ατόμου από τις κοινωνικές σχέσεις και το πολύ περιορισμένο εύρος στην έκφραση συναισθημάτων. Άτομα με αυτή τη διαταραχή δείχνουν μικρή ή καθόλου επιθυμία για στενές σχέσεις ή για κοινωνικές συναναστροφές, είναι μοναχικά, δεν έχουν φίλους και φαίνονται ψυχρά και απόμακρα. Τα περισσότερα άτομα με τη διαταραχή αυτή δεν αναζητούν θεραπεία, εκτός αν προσέλθουν για κατάθλιψη, κατάχρηση ουσιών κι άλλα προβλήματα, ψυχολογικής φύσεως. Και τότε πάλι τα πιο πολλά από αυτά δεν έχουν την κινητοποίηση ή την ψυχολογική δυνατότητα για ατομική (αποκαλυπτική) ψυχοθεραπεία και ίσως απειλούνται και από την πίεση για οικειότητα (εγγύτητα), που υπάρχει στην ομαδική ψυχοθεραπεία.
Τα άτομα με σχιζότυπη προσωπικότητας, όπως και αυτά με σχιζοειδή προσωπικότητα, είναι κοινωνικά και συναισθηματικά απομονωμένα. Επιπλέον, εμφανίζουν εκκεντρικότητες στη σκέψη, στην αντίληψη και στην επικοινωνία. Παρόλο που αυτές οι εκκεντρικότητες είναι όμοιες με εκείνες των ατόμων που έχουν σχιζοφρένεια ή και παρόλο που η σχιζότυπη προσωπικότητα μερικές φορές συναντάται σε άτομα με σχιζοφρένεια, πριν αυτά αρρωστήσουν, οι περισσότεροι ενήλικοι με σχιζότυπη προσωπικότητα δεν αναπτύσσουν σχιζοφρένεια.. Τα άτομα με σχιζότυπη προσωπικότητα μπορεί να έχουν και παρανοϊκές ιδέες. Συμβαίνει σε περίπου 3% του γενικού πληθυσμού. Το άτομο με σχιζότυπη διαταραχή προσωπικότητας διατρέχει υψηλό κίνδυνο να παρουσιάσει κάποια στιγμή σχιζοφρένεια. Εμφανίζεται ως περίεργο και ειδικών αναγκών στους άλλους. Βασικά χαρακτηριστικά είναι η τάση κοινωνικής απόσυρσης και αποξένωσης ως αποτέλεσμα μια βαθιάς αποξένωσης από τον εαυτό. Οι γνωστικές λειτουργίες χαρακτηρίζονται συχνά αυτιστικές. Υπάρχει έντονη η τάση παρατήρησης της συμπεριφοράς των άλλων καταλήγοντας στο συμπέρασμα, ότι όλοι είναι εναντίον του. Η συναισθηματική ζωή είναι φτωχή ως ανύπαρκτη, γι΄ αυτό και απουσιάζουν οι διαπροσωπικές σχέσεις.
Στην οριακή (ή αλλιώς μεταιχμιακή/borderline personality) το άτομο χαρακτηρίζεται από έντονη αστάθεια ως προς τον τρόπο που συνδέεται με τους άλλους ανθρώπους, την εικόνα του εαυτού του, την ένταση των συναισθημάτων του και τις εναλλαγές της συμπεριφοράς του. Η προσωπικότητά του λειτουργεί ανάμεσα στον πόλο της ψύχωσης και της νεύρωσης. Εξιδανικεύει και απομυθοποιεί τους άλλους, καταλήγοντας εύκολα να τους κατατάσσει σε «καλούς» ή «κακούς» με αποτέλεσμα να εισχωρεί σε σχέσεις «αγάπης – μίσους». Ο φόβος της εγκατάλειψης είναι κεντρικός, κάτι το οποίο πασχίζει να αποφύγει, αναπτύσσοντας έντονα εξαρτητικές συμπεριφορές στις σχέσεις του. Στην ιδέα και μόνο της εγκατάλειψης μπορεί να εμφανίσει παροδικές παράλογες σκέψεις ως αντίδραση στο στρες. Η ταυτότητά του είναι κατακερματισμένη, έχει χρόνια συναισθήματα κενού και δεν ξέρει ποιος πραγματικά είναι. Καταφεύγει σε παρορμητισμούς ή αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές για να διαχειριστεί τα διάσπαρτα και χαοτικά συναισθήματά του.
Τα ναρκισσιστικά άτομα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία, η ψυχοπαθολογία τους δεν είναι τόσο εμφανής και δεν προκαλούν τόσο μεγάλη βλάβη. Εκείνα τα άτομα που έχουν σημειώσει επιτυχίες σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, στρατιωτικό ή οποιοδήποτε άλλο επίπεδο είναι πιθανό να αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού και μίμησης από το περιβάλλον τους. Το εσωτερικό κόστος της ναρκισσιστικής τους «πείνας» για αναγνώριση σπάνια γίνεται ορατό από τους παρατηρητές και τα τραύματα που προκαλούνται στους άλλους κατά την πραγματοποίηση των ναρκισσιστικών αναγκών είναι δυνατόν να εκλογικευτούν ως ασήμαντα ή ως απαραίτητες παρενέργειες. Η απαίτηση για τελειότητα εκφράζεται με χρόνια κριτική του εαυτού ή των άλλων (και αυτό εξαρτάται από το αν ο υποτιμημένος εαυτός προβάλλεται στους άλλους) και με ανικανότητα εκ μέρους του ατόμου να βρει χαρά στη ρευστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ένα από τα προβλήματα της ωρίμανσης των ατόμων αυτών είναι να κατανοήσουν πώς είναι να δέχεσαι ένα άλλο πρόσωπο χωρίς κριτική και χωρίς διάθεση εκμετάλλευσης, να αγαπάς χωρίς να εξιδανικεύεις και να εκφράζεις γνήσια συναισθήματα χωρίς να ντρέπεσαι.
Όταν η σκέψη και η δράση αποτελούν την κινητήρια δύναμη ενός ατόμου σε βάρος των συναισθημάτων, των αισθήσεων, της διαίσθησης, της ονειροπόλησης, της δημιουργικής καλλιτεχνίας και άλλων καταστάσεων που δεν διέπονται από ορθολογισμό, συμπεραίνουμε ότι υπάρχει μια ιδεοψυχαναγκαστική δομή προσωπικότητας. Πολλά αξιοθαύμαστα άτομα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Ένας δικηγόρος που απολαμβάνει τη συγγραφή και την παρουσίαση νομικών επιχειρημάτων λειτουργεί ψυχολογικά με βάση τη λογική και τη δράση. Κάποιος που ενδιαφέρεται για την οικολογία, αντλώντας αυτοεκτίμηση από την εμπλοκή του σε διάφορες περιβαλλοντικές πολιτικές, ωθείται από τα ίδια κίνητρα. Οι ιδεοληψίες (οι επίμονες, ανεπιθύμητες σκέψεις) και οι ψυχαναγκασμοί (οι επίμονες, ανεπιθύμητες πράξεις) μπορούν να συμβούν στον καθένα, όχι μόνο σε εκείνους που είναι χαρακτηρολογικά ιδεοληπτικοί και ψυχαναγκαστικοί. Δεν υποφέρουν όλα τα ιδεοληπτικά και ψυχαναγκαστικά άτομα από επαναλαμβανόμενες ενοχλητικές σκέψεις ή δεν εμπλέκονται σε συμπεριφορές στις οποίες είναι ανίκανα να αντισταθούν. Χαρακτηρίζουμε αυτά τα άτομα ιδεοψυχαναγκαστικά επειδή η στρατηγική αντιμετώπισης που χρησιμοποιούν διακρίνεται από τις ίδιες άμυνες που είναι υπεύθυνες για την πρόκληση των ιδεοληπτικών και ψυχαναγκαστικών συμπτωμάτων.
Τα άτομα που πάσχουν από αυτή τη διαταραχή συμμορφώνονται φαινομενικά με κανόνες και συμπεριφέρονται καταλλήλως, όμως στην πραγματικότητα η στάση τους είναι αρνητική και αντιστέκονται παθητικά. Οι εκδηλώσεις της διαταραχής μπορεί να είναι ήπιες – για παράδειγμα ένα άτομο βρίσκει δικαιολογίες για να αποφύγει μια κοινωνική ή εργασιακή υποχρέωση – ή πιο έντονες – το άτομο υπονομεύει την επιτυχία και την ευτυχία κάποιου άλλου. Τα άτομα που πάσχουν από τη διαταραχή διαθέτουν τέσσερα κοινά γνωρίσματα: είναι δύσκολο να συνεργαστεί και να επικοινωνήσει κανείς μαζί τους, προκαλούν δυσφορία στους γύρω τους, σπανίως εκδηλώνουν ανοιχτά την επιθετικότητά τους και επαναλαμβάνουν συστηματικά τα τεχνάσματά τους. Η παθητική επιθετικότητα, δεν έχει μία εύκολη και απλή ερμηνεία. Ουσιαστικά είναι η έμμεση αντίσταση ενός ανθρώπου να συνεργαστεί. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της, είναι πως ο αποδέκτης αυτής της συμπεριφοράς δεν δύναται να εντοπίσει και να εκφράσει τι ακριβώς είναι αυτό που ο άλλος άνθρωπος εσκεμμένα κάνει το οποίο τον εξοργίζει. Ένα παράδειγμα θα ήταν η επανειλημμένη αδυναμία κάποιου να διεκπεραιώσει ή να εκτελέσει κάποια υποχρέωσή του. Με πρόφαση την ανικανότητα, τη μνήμη ή τις περιστάσεις, ο συγκεκριμένος άνθρωπος αποποιείται των ευθυνών του (τις οποίες και προφανώς συνειδητά ή υποσυνείδητα δεν θέλει να αναλάβει) και ουσιαστικά αφοπλίζει τον άλλον από την επιλογή να επισημάνει την πεισματική και επαναλαμβανόμενη επίθεση.